- αζευγάρωτος
- çiftleşmemiş, çiftleştirilmemiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αζευγάρωτος — αζευγάρωτος, η, ο και αζευγάριαστος, η, ο αυτός που δε ζευγάρωσε, που δεν ήρθε σε γενετήσια επαφή με το άλλο φύλο: Στο χωριό αυτός μονάχα είχε μείνει αζευγάρωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζευγάρωτος — η, ο [ζευγαρώνω] 1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος 2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος 3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος … Dictionary of Greek
αζευγάριαστος — η, ο [ζευγαριάζω] ο αζευγάρωτος … Dictionary of Greek
ασυνδύαστος — η, ο (AM ἀσυνδύαστος, ον) αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον αρχ. ασύζευκτος, αζευγάρωτος … Dictionary of Greek
ασύζευκτος — η, ο (Μ ἀσύζευκτος, ον) [συζεύγνυμι, ύω] αζευγάρωτος νεοελλ. 1. άγαμος 2. αταίριαστος … Dictionary of Greek